Nωρίς, στη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργικής θητείας του, ο Κ. Καραμανλής εγκαινίασε την πολιτική της ενσωμάτωσης της Ελλάδας στον κορμό της Ενωμένης Ευρώπης, εξασφαλίζοντας, το 1961, τη σύνδεση και, το 1979, την πλήρη ένταξή της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Η πολιτική αυτή υπαγορεύτηκε από την αντίληψή του για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της χώρας, αλλά και από την πεποίθησή του στη γενικότερη ανάγκη της συσσωμάτωσης των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου σε ενιαίο πολιτειακό σχήμα. Ειδικότερα, είχε εξαρχής εκφράσει την πεποίθηση ότι ο κοινός τελικός προσανατολισμός των κοινοτικών εταίρων προς την πολιτική ένωση θα όφειλε να διατυπωθεί ευκρινέστερα και να αποτυπωθεί στο πεδίο της πολιτικής πράξης. Ως προϋπόθεση για την θετική πορεία προς το «έσχατο τέρμα» θεωρούσε την συνειδητοποίηση και αδιάλειπτη επιβεβαίωση της πολιτικής και πολιτιστικής ομοιογένειας μεταξύ των λαών της. Τα ιδανικά της ειρήνης, της ελευθερίας, της Δημοκρατίας και του ανθρωπισμού αποτελούσαν, κατά την άποψή του, τις βασικές συνιστώσες της ευρωπαϊκής ιδέας, αλλά και ταυτόχρονα τα κριτήρια που προσδιόριζαν τα γεωγραφικά όρια και τους στρατηγικούς της στόχους. Η Ευρώπη – υποστήριζε – δεν είναι περιστασιακό πολιτικό μόρφωμα, αλλά ούτε και «αφηρημένη γεωγραφική έννοια» ή σύμφυρμα των γεωγραφικών διαμερισμάτων που επικαλύπτουν τα εθνικά κράτη της περιοχής· αποτελεί «ζωντανή και σφύζουσα» πραγματικότητα, «ενσαρκώνει μια φιλοσοφία και ένα τρόπο ζωής». Η οικονομία θα όφειλε να οργανωθεί γύρω από τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος γύρω από την οικονομία.
Ο ρόλος της Ευρώπης στους κόλπους της διεθνούς κοινωνίας θα όφειλε – τόνιζε – να είναι πρωταγωνιστικός. Στη συνένωση των λαών της, διέβλεπε την προαγωγή της ελευθερίας, της ειρήνης και της προόδου όχι μόνο των ίδιων των Ευρωπαίων, αλλά και «όλων των λαών της γης», την ελπίδα μιας «νέας αναγέννησης». Η Ευρώπη, οφείλει να αντιπροσωπεύει το μέτρο, να προσφέρει, στο πολιτικό πεδίο, τη βεβαιότητα της ισορροπίας και να δώσει θετική διέξοδο στη διεθνή ανησυχία, από θέση ηγέτιδας δύναμης, πολιτικής και πνευματικής.
Στο βαθμό που δεν πραγματοποιούνταν τα αναγκαία γενναία βήματα προς την ενοποίηση, ο Κ. Καραμανλής διακατεχόταν από ολοένα και εντονότερη αγωνία, καταγγέλλοντας τις εθνικιστικές προκαταλήψεις και τους εγωκεντρικούς υπολογισμούς που εξέτρεφαν το στείρο ανταγωνισμό και ανέστελλαν την πορεία αυτή. Η Νομισματική Ένωση, η διαμόρφωση ενιαίας αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, ως προϋπόθεση για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία, η ενίσχυση ή και αναμόρφωση των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η εκχώρηση, τελικά, μέρους των κυριαρχικών δικαιωμάτων ανάγονταν από τον Καραμανλή σε προτεραιότητες άμεσες και επιτακτικές. Ανησυχώντας για την παρέλκυση της ικανοποίησής τους, είχε επισημάνει από το 1993, τα συμπτώματα της αδυναμίας που, σε αυξανόμενο βαθμό, κατατρύχουν τη γηραιά ήπειρο ως την εκπνοή της δεκαετίας του ’90: «Ενώ γύρω της, αλλά και μέσα στην Ευρώπη, επικρατεί αστάθεια και αβεβαιότης, η ίδια εμφανίζεται απρόθυμη να διαδραματίσει τον ρόλο που της επιβάλλουν οι περιστάσεις και τα προβλήματα της περιοχής της».