Μετά την αιφνίδια κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και την θριαμβική επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και την εξουσία, την 24η Ιουλίου 1974, εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος στην πολιτική ιστορία της χώρας.
Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου με επικεφαλής τον Καραμανλή κατάφεραν τότε να θεμελιώσουν το εντελέστερο και πληρέστερο, από όσα προηγήθηκαν, πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ειδικότερα, μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης “Εθνικής Ενότητας” και την αντιμετώπιση των συνεπειών της κυπριακής τραγωδίας, νομιμοποιήθηκαν όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, περιλαμβανομένου του Κ.Κ.Ε., που βρισκόταν εκτός νόμου από το 1947, προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής, και αποφασίστηκε διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τον οριστικό προσδιορισμό της μορφής του πολιτεύματος.
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 έλαβαν μέρος νέοι κομματικοί σχηματισμοί, μεταξύ αυτών η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία και κατέλαβε την πρώτη θέση με 54,37% των ψήφων, αλλά και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου που κατέλαβε την τρίτη θέση με 14,58% των ψήφων.
Συνάμα, το πολιτειακό δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου 1974 κατέληξε στην οριστική επιλογή της αβασίλευτης Δημοκρατίας με ποσοστό 69,2% των ψήφων.
Στη συνέχεια, το χρόνο που ακολούθησε, επεκτάθηκε και ολοκληρώθηκε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος με τη θέσπιση του καταστατικού χάρτη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το νέο Σύνταγμα, που ψηφίστηκε στις αρχές Ιουνίου 1975, προέβλεψε την οργάνωση των εξουσιών του κράτους με τρόπο σύγχρονο και αποτελεσματικό, επιφέροντας μια βαθιά τομή με το παρελθόν στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο.
Στη συνέχεια, με τη λήξη της εξαετούς περίπου κυβερνητικής του θητείας, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, ο Καραμανλής εξελέγη τον Μάιο 1980 πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της πρώτης κυβερνητικής του θητείας, ο Καραμανλής “συγκατοίκησε” στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που από τον Οκτώβριο του 1981 και μετά ασκούσε τα καθήκοντα του πρωθυπουργού της χώρας, επικεφαλής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Η λήξη της περιόδου αυτής επήλθε τον Μάιο 1990 με την αιφνίδια μεταστροφή του Παπανδρέου στο ζήτημα της ανανέωσης της προεδρικής θητείας του Καραμανλή. Ο τελευταίος ιδιώτευσε έκτοτε για μια πενταετία περίπου, μη συμμετέχοντας στη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 με την οποία αφαιρέθηκαν πολλές από τις ρυθμιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Καραμανλής επανήλθε για δεύτερη και τελευταία φορά στο κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα τον Μάιο 1990 με την εκλογή του από την εθνική αντιπροσωπεία ως προέδρου της Δημοκρατίας. Άσκησε έκτοτε με τρόπο άψογο τα καθήκοντά του έχοντας απέναντί του ως πρωθυπουργούς της χώρας αρχικά τον Κ. Μητσοτάκη (1990-93) και στη συνέχεια τον Α. Παπανδρέου (1993-95).
Με τη λήξη και της δεύτερης προεδρικής θητείας του, ο Καραμανλής απεχώρησε οριστικά από την πολιτική ζωή της χώρας, έχοντας διατελέσει συνολικά πάνω από 13 χρόνια πρωθυπουργός της χώρας, πάνω από 10 χρόνια πρόεδρος της Δημοκρατίας, πάνω από 9 χρόνια υπουργός και πάνω από 23 χρόνια βουλευτής.
Έτσι, με την μακρά πολιτική και κυβερνητική θητεία και δράση του, η ιστορική παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνοδεύτηκε με κρίσιμες αποφάσεις και έργα στρατηγικής σημασίας για την πορεία του τόπου.