Οικονομική ανάπτυξη
και κοινωνικός εκσυγχρονισμός

Aναπτυξιακή πολιτική

Μετά την επιτυχή νομισματική σταθεροποίηση που ακολούθησε την υποτίμηση του 1953, οι προσπάθειες στην περίοδο 1955-1963 επικεντρώθηκαν στη συστηματική προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

 

Η ανάπτυξη της εγχώριας αποταμίευσης είχε δημιουργήσει εγχώριους πόρους ενώ είχαν αρχίσει και οι αυτόνομες εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό. Για την επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης υιοθετήθηκε ο μακροχρόνιος προγραμματισμός, που ανταποκρινόταν στις επιδιώξεις της ταχύτερης ανάπτυξης με αξιοποίηση των αποταμιευτικών πόρων και των αυτόνομων εισροών κεφαλαίου.

 

Από το 1957 ξεκίνησε η οργάνωση των κατάλληλων τεχνικών υπηρεσιών για τη συλλογή και επεξεργασία υλικού και την ανάπτυξη της τεχνικής του προγραμματισμού. Ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό αρχικά η Επιτροπή Ερεύνης και Οργανώσεως Οικονομικού Προγραμματισμού και το 1962 το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Παράλληλα αναδιοργανώθηκε και εκσυγχρονίστηκε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) καθώς και το Υπουργείο Συντονισμού.

 

Το περιεχόμενο της αναπτυξιακής πολιτικής διατυπώθηκε στο Προσωρινό Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως (1959) και το Οριστικό Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως 1960-1964 (Απρίλιος 1960).

 

Όπως αναφέρεται στο κείμενο του προγράμματος: Βασικός σκοπός της πολιτικής της οικονομικής αναπτύξεως είναι η διατήρησις ενός επαρκώς υψηλού ρυθμού αυξήσεως του εισοδήματος, εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζωνται ταυτοχρόνως η ταχεία βελτίωσις του βιοτικού επιπέδου του Ελληνικού Λαού και η προοδευτική μείωσις της εξαρτήσεως της Ελληνικής Οικονομίας εκ της ξένης οικονομικής βοηθείας. Μία τοιαύτη πολιτική δέον να ανταποκίνηται εις την ανάγκην δημιουργίας παραγωγικών μονάδων ικανών να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμόν, εις τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η ενεργοτέρα συμμετοχή της Χώρας εις την Παγκόσμιον Οικονομίαν και ιδιαιτέρως εις την διαδικασίαν ολοκληρώσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Η επιδίωξις αύτη δέον εν τούτοις να συμβιβάζηται προς την ανάγκην όπως επιταχυνθή εις το ανώτατον δυνατόν όριον η χρησιμοποίησις του διαθεσίμου εργατικού δυναμικού.

 

Για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος απαιτήθηκε η πραγματοποίηση μεγάλου όγκου επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, πέρα από τη δημιουργία συνθηκών νομισματικής σταθερότητας, δόθηκαν μια σειρά από ειδικά κίνητρα με στόχο την προσέλκυση αποταμιεύσεων και επενδυτικών κεφαλαίων. Με το σκεπτικό αυτό, απαλλάχτηκαν του φόρου εισοδήματος οι τόκοι καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά και οι τόκοι από έντοκα γραμμάτια ή ομόλογα που εξέδιδαν το Δημόσιο, Οργανισμοί Κοινής Ωφέλειας αλλά και Ιδιωτικές Επιχειρήσεις, εφόσον εκδίδονταν για τη χρηματοδότηση έργων που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Επιπλέον αξιοποιήθηκαν τα κίνητρα που παρείχε το ΝΔ 2687/1953 «Περί Επενδύσεως και Προστασίας Κεφαλαίων Εξωτερικού». Το ειδικό προστατευτικό καθεστώς αυτού του διατάγματος εξασφάλιζε τον ξένο επενδυτή από απαλλοτρίωση, απότομη μεταβολή του καθεστώτος φορολογίας, και επέτρεπε την σταδιακή επανεξαγωγή κεφαλαίων και κερδών. Με σειρά επίσης διαταγμάτων καθιερώθηκαν φορολογικά κίνητρα για τις συγχωνεύσεις εταιρειών και τη μετατροπή προσωπικών εταιρειών σε ανώνυμες. Καθιερώθηκαν φορολογικά κίνητρα για την εγκατάσταση βιομηχανιών εκτός του νομού Αττικής. Για την ενίσχυση των βιομηχανιών που ήταν βασικά εξαγωγικές καθιερώθηκε ειδικός μειωμένος φορολογικός συντελεστής για τα κέρδη τους, καθώς και απαλλαγή από δασμούς και τέλη για τις βιομηχανικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εξαγωγικού χαρακτήρα που θα ιδρύονταν με κεφάλαια εξωτερικού. Με σκοπό τη μακροχρόνια χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης, ιδρύθηκε το 1959 ο Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ), ο οποίος λειτούργησε παράλληλα με τον προϋπάρχοντα Οργανισμό Χρηματοδότησης της Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ).

 

Τελευταίο, αλλά και μακροπρόθεσμα αποφασιστικό βήμα προς την οικονομική ανάπτυξη, ήταν η σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η οποία προέβλεπε και την ένταξη σε εύθετο χρόνο. Η σύνδεση έθεσε για την ελληνική οικονομία τον στόχο της σύγκλισης με την Δυτική Ευρώπη, προσανατολισμό που μακροπρόθεσμα επρόκειτο να έχει τεράστιες θετικές συνέπειες.

Νομισματική και πιστωτική πολιτική

Στη διάρκεια της οκταετίας 1953-1963, ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε ανέβει στο 15% το 1954 (ως επακόλουθο της υποτίμησης του 1953) μειώθηκε σταδιακά σε μόλις 2%. Ειδικότερα, έναντι μέσου όρου πληθωρισμού 9,52% κατά την περίοδο 1950-1955, σημειώνεται ποσοστό 2,00% μεταξύ των ετών 1955-1963.


 

Ως κύρια επιτεύγματα της νομισματικής πολιτικής της περιόδου 1955-1963, είναι δυνατό να θεωρηθεί ο έλεγχος του ανατιμητικού κύματος από την υποτίμηση της δραχμής κατά 50% τον Απρίλιο του 1953 και η διατήρηση ενός εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου τιμών το οποίο νίκησε οριστικά την πληθωριστική ψυχολογία που επικρατούσε ως τότε. Κατά την ίδια περίοδο, ο ρυθμός αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερος όλων των ανεπτυγμένων χωρών και ίσος με αυτό των ΗΠΑ.

 

Η επιτυχία της αντιπληθωριστικής πολιτικής οδήγησε σε μείωση της τάσης διακράτησης χρυσών λιρών και αντίθετα οδήγησε σε προθυμία κατάθεσης αποταμιεύσεων στις τράπεζες. Έτσι, από τα μέσα του 1956 οι τραπεζικές καταθέσεις άρχισαν να αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό και η εξάρτηση των εμπορικών τραπεζών από την κεντρική τράπεζα (για την κάλυψη των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας) μειώθηκε σταδιακά.

 

Η νομισματική και πιστωτική πολιτική της περιόδου 1955-1963 συμπυκνώνεται στην άποψη ότι η νομισματική σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να ιδωθούν ως δύο ανεξάρτητοι πόλοι οικονομικής πολιτικής, ο καθένας από τους οποίους θα επεδιώκετο ξεχωριστά.

 

Η βασική υπόθεση ήταν εξαρχής ότι η νομισματική σταθερότητα δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα σε μία στάσιμη οικονομία και ότι ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν σε ένα περιβάλλον νομισματικής αστάθειας.

Eκβιομηχάνιση

Η πορεία προς τη βιομηχανική ανάπτυξη εκδηλώθηκε με τη μεγάλη αύξηση της παραγωγής και τις πρώτες ουσιώδεις μεταβολές στη διάρθρωση του τομέα.


 

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής έφθασε το 8,5%, ενώ αξιοσημείωτη υπήρξε η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά 14% το χρόνο.

 

Η ίδρυση μιας σειράς νέων βιομηχανιών προβλεπόταν από το Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως, το οποίο έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη συγκεκριμένων βιομηχανιών, όπως η παραγωγή ενέργειας, οι βασικές μεταλλουργικές και χημικές βιομηχανίες και μικρότερη προτεραιότητα στους παραδοσιακούς κλάδους. Η πολιτική αυτή θεμελίωσε ουσιαστικά τη διαδικασία της ταχύρυθμης εκβιομηχάνισης και έδωσε ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ως τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση (1979-1980).


 

Οι νέες βιομηχανίες, οι περισσότερες από τις οποίες λειτούργησαν, εγκαινιάστηκε η κατασκευή τους στην περίοδο μεταξύ 1955-1963 είναι οι εξής:

Για την προώθηση της εκβιομηχάνισης, αλλά και την υποστήριξη της αγροτικής ανάπτυξης, το πρόγραμμα περιέλαβε μεγάλα έργα στον τομέα της ενέργειας, που εκτελέστηκαν από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Η ΔΕΗ απέκτησε το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και εξαγόρασε την βρετανικών συμφερόντων Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς καθώς και όλες τις τοπικές ιδιωτικές εταιρείες. Για την αύξηση της παραγωγής ενέργειας προγραμματίστηκαν και κατασκευάστηκαν τα επόμενα έργα τα οποία εξασφάλισαν επάρκεια ηλεκτρισμού σε μία ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη οικονομία:

 

1. Αποπεράτωση το 1959 του θερμοηλεκτρικού σταθμού Πτολεμαΐδας, ισχύος 70 ΜW.

 

2. Αποπεράτωση το 1960 των δύο πρώτων μονάδων του υδροηλεκτρικού σταθμού Ταυρωπού (Μέγδοβα), ισχύος 80 MW.

 

3. Προσθήκη το 1961 τρίτης μονάδας ισχύος 4 ΜW στον υδροηλεκτρικό σταθμό Λούρου.

 

4. Προσθήκη το 1962 δεύτερης μονάδας ισχύος 125 MW στο θερμοηλεκτρικό σταθμό Πτολεμαΐδας.

 

5. Προσθήκη το 1963 τρίτης μονάδας στον υδροηλεκτρικό σταθμό του Ταυρωπού (Μέγδοβα), ισχύος 40 ΜW.

 

6. Αποπεράτωση το 1963 του υδροηλεκτρικού σταθμού του Εδεσσαίου, ισχύος 28 ΜW.

 

7. Καταρτίστηκε η οριστική μελέτη και άρχισε η κατασκευή του υδροηλεκτρικού συγκροτήματος Αχελώου, ισχύος 180 ΜW.

 

8. Μπήκε στο στάδιο της υλοποίησης η κατασκευή θερμοηλεκτρικού σταθμού στη Μεγαλόπολη, ισχύος 125 MW.

Γεωργία

Η αύξηση του αγροτικού προϊόντος κατά την περίοδο 1955-1963 πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη διεύρυνση της υφιστάμενης παραγωγικής βάσης και έφτασε το 5% κατ’ έτος κατά κεφαλή απασχολούμενου στη γεωργία.

 

Οι εξελίξεις στον αγροτικό τομέα υπήρξαν αποτέλεσμα των προσπαθειών που καταβλήθηκαν για την επέκταση της καλλιεργούμενης γης, τις έγγειες βελτιώσεις, την αύξηση της μηχανοκαλλιέργειας, τη βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων κ.α.

 

Η έκταση των καλλιεργούμενων εδαφών από 28 εκ. στρέμματα το 1938 έφτασε τα 37 εκ. στρέμματα το 1963. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα που κατασκευάστηκαν και ολοκληρώθηκαν κατά την περίοδο 1955-1963 αύξησαν τις αρδευόμενες εκτάσεις από 3,1 εκ. στρέμματα το 1955 σε 5,4 εκ. στρέμματα το 1963, ή κατά 74%. Εξάλλου, μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα που άρχισαν να κατασκευάζονται ως το 1963 και των οποίων η σταδιακή ολοκλήρωση προβλεπόταν ως το 1968 θα αύξαναν τις αρδευόμενες εκτάσεις κατά 1,6 εκ. στρέμματα, δηλαδή συνολικά οι αρδευόμενες εκτάσεις θα έφταναν τα 7 εκ. στρέμματα, ενώ επιπλέον 4,3 εκ. στρέμματα θα είχαν αποστραγγιστεί και θα προστατεύονταν από τις πλημμύρες.

 

Έτερος σημαντικός παράγων αύξησης της αγροτικής παραγωγής υπήρξε η σημαντική επέκταση της μηχανοκαλλιέργειας και η διάδοση της χρήσης λιπασμάτων. Έτσι, ο αριθμός των τρακτέρ αυξήθηκε κατά 274% και έφτασε τα 38.000, οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές αυξήθηκαν κατά 187%, τα αντλητικά συγκροτήματα κατά 100% και τα συγκροτήματα τεχνητής βροχής κατά 1500%. Συνολικά, η μηχανοποιημένη γεωργία εφαρμοζόταν το 1963 σε 10 εκ. στρέμματα, σε σύγκριση με 3,6 εκ. στρέμματα το 1955. Ξεκίνησε συστηματική εργασία αναδασμού των μικρών κλήρων και άρχισε η σταδιακή αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Οργανώθηκαν χώροι αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων, ψυκτικοί χώροι, μεγάλες αγορές νωπών προϊόντων, ενώ καθιερώθηκε η συγκέντρωση βασικών αγροτικών προϊόντων από το κράτος, η επιδότηση της παραγωγής, των λιπασμάτων, των φαρμάκων και του ηλεκτρικού ρεύματος και η ενίσχυση των ορεινών αγροτικών περιοχών.

Δημόσια έργα

Προκειμένου να υπερκεραστούν τα προσκόμματα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τόσο στη βιομηχανία όσο και στον αγροτικό τομέα, καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια μέσω της εφαρμογής συστηματικού προγράμματος επενδύσεων σε έργα υποδομής.

 

Η αμερικανική οικονομική βοήθεια μειώθηκε πολύ γρήγορα στη διάρκεια της περιόδου 1955-1963, για να μηδενιστεί σχεδόν το 1962. Μέχρι τότε η αμερικανική βοήθεια είχε καλύψει ένα σημαντικό ποσοστό της ζήτησης κεφαλαίων για επενδύσεις.

 

Το έτος 1956 αποτελεί σημείο καμπής τόσο για τον προϋπολογισμό όσο και για τη γενικότερη οικονομική πορεία της χώρας. Κατ’ αρχήν ο προϋπολογισμός άφησε πλεόνασμα από τις τρέχουσες δαπάνες (δεν περιλαμβάνονται οι δημόσιες επενδύσεις) για πρώτη φορά, παρέχοντας έτσι μία πηγή χρηματοδοτήσεως των δημοσίων επενδύσεων. Το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 2,1 δις κατά την περίοδο 1955-1959 και σε 5,2 δις κατά την περίοδο 1960-1963, συνολικά δηλαδή 7,3 δις δραχμές για το σύνολο της περιόδου. Το σύνολο του πλεονάσματος αυτού κατευθύνθηκε στις δημόσιες επενδύσεις.

 

Δεύτερον, η αλματώδης άνοδος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων μετά το 1956 προμήθευσε το τραπεζικό σύστημα με τους απαραίτητους πόρους για να τους διοχετεύσει στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.

 

Η κρατική αποταμίευση -δηλαδή το πλεόνασμα από τον τρέχοντα προϋπολογισμό – παρουσιάζει συνεχή αύξηση από το 1955 έως το 1963 και αντιπροσωπεύει το 10-15% των συνολικών δημοσίων δαπανών για επενδύσεις. Για την χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων της περιόδου χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και δανειακοί πόροι. Με εγχώριους πόρους (πλεόνασμα του προϋπολογισμού και δημόσιο δανεισμό) χρηματοδοτείται η ανάπτυξη των υποδομών στον αγροτικό τομέα, στην ενέργεια και τις μεταφορές – τηλεπικοινωνίες.

 

Η μέση ετήσια μεταβολή των δημοσίων επενδύσεων κατά την περίοδο 1956-1963 ανέρχεται σε 13,3% (σε σταθερές τιμές). Οι δημόσιες επενδύσεις, από 1,4 δις δρχ. το 1954 έφτασαν τα 5 δις το 1963. Η συμμετοχή των δημοσίων επενδύσεων στο σύνολο των επενδύσεων τα έτη 1961-1963 έφτασε το 35%.

 

Η προσπάθεια στράφηκε κυρίως στον τομέα των μεταφορών, τον εξηλεκτρισμό και τις έγγειες βελτιώσεις. Συγκεκριμένα, στον αγροτικό τομέα κατευθύνθηκε το 28,3%, στη βιομηχανία και ενέργεια το 27,2% και στις μεταφορές – τηλεπικοινωνίες το 24,2% του συνόλου των δημοσίων επενδύσεων. Κατασκευάζονται και τίθενται σε λειτουργία βασικές μονάδες της ΔΕΗ και κατασκευάζεται σημαντικό συγκοινωνιακό δίκτυο. Παράλληλα, ιδρύονται για πρώτη φορά μια σειρά από βασικές βιομηχανικές μονάδες, όπως χαλυβουργία, ναυπηγεία, διυλιστήρια πετρελαίου, βιομηχανία αλουμινίου, πετροχημική βιομηχανία, βιομηχανία λιπασμάτων, τρία εργοστάσια ζάχαρης, βιομηχανία ελαστικών κ.α.

 

Οι δαπάνες επενδύσεων του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο αυτή (τόσο του κράτους υπό τη στενή έννοια όσο και των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων) συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, με τη θεμελίωση της υποδομής και την αύξηση της παραγωγικότητας, κυρίως στον αγροτικό τομέα.

Τουρισμός

Ο Κ. Καραμανλής, έχοντας νωρίς αντιληφθεί τη σημασία του τουρισμού, ως πλουτοπαραγωγικής πηγής για μια χώρα όπως η Ελλάδα, είχε συντελέσει, ήδη ως υπουργός Δημοσίων Έργων, μεταξύ 1952-1955, στην εκτέλεση των πρώτων έργων τουριστικής υποδομής. Ως πρωθυπουργός, από το 1955, εγκαινίασε, για πρώτη φορά, ένα ευρύ και συστηματικά συγκροτημένο πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, το οποίο περιέλαβε την ανέγερση ξενοδοχείων και ξενώνων, που ανταποκρίνονταν στις σύγχρονες απαιτήσεις – παράδειγμα η αλυσίδα από 65 «Ξενία» -, την ανάπλαση ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων και τη διαμόρφωση χώρων αναψυχής, την επέκταση του οδικού δικτύου, την κατασκευή τουριστικών περιπτέρων, οδικών σταθμών, λιμένων και αεροδρομίων, τον εξωραϊσμό παράκτιων περιοχών και τη δημιουργία πλαζ και μικρών λιμένων για την προσάραξη πλοίων αναψυχής, την οργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων υψηλής στάθμης όπως κυρίως τα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου -, τη συγκρότηση, ακόμη, του αναγκαίου στελεχιακού δυναμικού. Τα άκρως θετικά αποτελέσματα της πολιτικής αυτής αποτυπώνονται στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα, μεταξύ 1955-1963, σε ποσοστό 246,2%.

 

Εντυπωσιακά ήταν τα αποτελέσματα της σοβαρής προσπάθειας που ο Κ. Καραμανλής κατέβαλε για την τουριστική ανάπτυξη της χώρας και κατά την περίοδο της δεύτερης πρωθυπουργίας του. Μεταξύ 1974-1980, οι τουριστικές μονάδες αυξήθηκαν σε ποσοστό 61,9%, ο αριθμός των τουριστών 163,8% και το τουριστικό συνάλλαγμα 286,8%. Θετικό επακόλουθο υπήρξε η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, η αύξηση του εισοδήματος σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, η ανάδειξη, τέλος, της εθνικής πολιτιστικής παρακαταθήκης.

Εμπορική ναυτιλία

Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή του Κ. Καραμανλή στην αξιοποίηση του μεγάλου ελληνικού εμπορικού στόλου, ως σημαντικού παράγοντα πλουτοπαραγωγικής ανάπτυξης της χώρας. Ευθύς μετά την άνοδό του στην πρωθυπουργία κατόρθωσε, μετά από μεθοδική μελέτη του όλου προβλήματος, να πείσει τους Έλληνες πλοιοκτήτες, τα πλοία των οποίων έφεραν κατά το πλείστον ευκαιριακές σημαίες να αναρτήσουν την ελληνική. Η ποσοστιαία αύξηση που σημειώθηκε συμποσούται, στη διάρκεια της οκταετίας 1955-1963, σε 170,4% σ’ ό,τι αφορά τον αριθμό των πλοίων, σε 435,3%, τη χωρητικότητα, και σε 247,2% το ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Η θετική απόδοση της κυβερνητικής πολιτικής και στο ναυτιλιακό τομέα, ως αποτέλεσμα, πέρα από τη λήψη ειδικών μέτρων, και της αποκατάστασης συνθηκών οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας, συνέβαλε, με τη σειρά της, στην οικονομική ανάπτυξη, στην εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών και στην αύξηση του εισοδήματος του πληθυσμού σε πολλές περιοχές – από τις οικονομικά ασθενέστερες της χώρας.

 

Μετά το έτος 1974, ο τομέας της εμπορικής ναυτιλίας αντιμετωπίστηκε, σε σταθερότερη βάση, ως στρατηγικός, τόσο στην αναπτυξιακή προσπάθεια όσο και στη χάραξη της ναυτιλιακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στους κόλπους της οποίας η Ελλάδα διατηρούσε, κατά την είσοδό της, την πρώτη θέση σε αριθμό πλοίων (26,3%) και σε χωρητικότητα (35,5%). Στην επίτευξη του εθνικού αυτού «άθλου» – κατά την έκφραση – συνέβαλε ο Κ. Καραμανλής ενισχύοντας, μέσω σειράς μέτρων, την ανταγωνιστικότητα της ναυτιλίας και την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες των θαλάσσιων μεταφορών. Τα αριθμητικά δεδομένα και κατά την εξαετία 1974-1980 επιβεβαιώνουν αδιάλειπτα υψηλή ανοδική τάση και στη διάρκεια της δεύτερης πρωθυπουργίας του.

Κοινωνική πολιτική

Η αποδοτική άσκηση της κοινωνικής πολιτικής συσχετίστηκε από τον Κ. Καραμανλή με την εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης του εθνικού εισοδήματος. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, πραγματοποιήθηκαν, ήδη από την πρώτη οκταετία της πρωθυπουργίας του, 1955-1963, σημαντικά βήματα προόδου στους τομείς της ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, της κοινωνικής ασφάλισης και της πρόνοιας. Η πρώτη δημιουργία πυκνού δικτύου ιατρείων στην ύπαιθρο, η ανακαίνιση και η ανέγερση νέων νοσοκομείων, η οικονομική εξυγίανση και ενίσχυση του ΙΚΑ, η καθιέρωση του θεσμού των οικογενειακών επιδομάτων μισθωτών και η εφαρμογή προγράμματος εργατικής κατοικίας και αποκατάστασης των παραπηγματούχων – προσφύγων, συνοδεύτηκαν και από ειδικά μέτρα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών εξαιτίας, ιδιαίτερα, των σεισμών στα Επτάνησα, τη Μαγνησία και τη Σαντορίνη. Αποφασιστικός σταθμός υπήρξε η κοινωνική ασφάλιση των αγροτών: με την ίδρυση, το 1961, του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), πέρα από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θεσμοθετήθηκε η ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και του γήρατος.

 

Σειρά μέτρων για την βελτίωση των όρων λειτουργίας στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης εφαρμόστηκαν από τον Κ. Καραμανλή στη διάρκεια και της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του. Η εισφορά στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλειας υπερτριπλασιάστηκε μεταξύ 1974-1980, βελτιώθηκαν οι όροι συνταξιοδότησης και ασφάλισης από το ΙΚΑ και τα κλαδικά ασφαλιστικά ταμεία, επεκτάθηκε η υγειονομική περίθαλψη, μέσω της δημιουργίας Κέντρων Υγείας, και πολλαπλασιάστηκαν οι ασφαλιστικές παροχές στον αγροτικό πληθυσμό, καθιερώθηκε η 35τία και στον ιδιωτικό τομέα, ιδρύθηκε Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών, συστάθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας, ως μόνιμο όργανο προγραμματισμού και εφαρμογής της κρατικής πολιτικής, προωθήθηκε πρόγραμμα στέγασης των εργατοϋπαλλήλων και των αγροτών μέσω και της χορήγησης ειδικών στεγαστικών δανείων.

 

Είναι, εξ άλλου, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Κ. Καραμανλής, ασκώντας τα καθήκοντα του υπουργού Προνοίας από το Νοέμβριο 1948 ως τον Ιανουάριο 1950, επιτέλεσε σημαντικό έργο προς την κατεύθυνση της περίθαλψης, αποκατάστασης και επαναπατρισμού των ανταρτοπλήκτων στις εστίες τους, μέσω του ρηξικέλευθου προγράμματος «Πρόνοια – Εργασία», το οποίο κατάρτισε και εφάρμοσε.

Προστασία του περιβάλλοντος

To ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποτυπώθηκε στην θέσπιση, για πρώτη φορά, ως υποχρέωσης του κράτους, της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με την λήψη προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για τη διαφύλαξή του, τη νομοθετική πρόβλεψη της προστασίας των δασών, τη χωροταξική αναδιάρθρωση και τη δημιουργία οικιστικών περιοχών (άρθρο 24).

 

Σε εφαρμογή των σχετικών συνταγματικών διατάξεων συστάθηκε, το 1976, Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος με στόχο τον χωροταξικό σχεδιασμό και προγραμματισμό, την ορθολογική κατανομή, χρήση και οργάνωση του οικιστικού χώρου, και του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και το συντονισμό των φορέων εφαρμογής των επιδιώξεων αυτών. Το έτος 1980 ιδρύθηκε το Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος με σκοπό την άσκηση της χωροταξικής πολιτικής, της οικιστικής πολιτικής και της πολιτικής του περιβάλλοντος.

 

Στο ίδιο χρονικό διάστημα προβλέφθηκε νομοθετικά η δημιουργία οικιστικών περιοχών σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί πολεοδομίας και σεβασμού του φυσικού και ιστορικού ή παραδοσιακού περιβάλλοντος και η προστασία των δασών και των «δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (1979). Παράλληλα, υπό την άμεση παρακολούθηση του πρωθυπουργού εγκαινιάστηκε, το 1976, η μεγαλύτερη εκστρατεία που είχε αναληφθεί στην Ελλάδα υπέρ του πρασίνου με σκοπό την εξυγίανση, προστασία και αισθητική αναμόρφωση του περιβάλλοντος της μείζονος περιοχής της πρωτεύουσας. Ως το 1980, είχε ήδη επιτευχθεί η δενδροφύτευση 42.000 από τα 110.000 στρέμματα του μακρόπνοου αυτού προγραμματισμού.


 

Το ενδιαφέρον για την προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος συνοδεύτηκε από τον προγραμματισμό έργων με στόχο την διάσωση και τον κατάλληλο εξωραϊσμό ιστορικών και παραδοσιακών οικισμών – όπως της Πλάκας, της Μάνης κ.α.