Προκειμένου να υπερκεραστούν τα προσκόμματα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τόσο στη βιομηχανία όσο και στον αγροτικό τομέα, καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια μέσω της εφαρμογής συστηματικού προγράμματος επενδύσεων σε έργα υποδομής.
Η αμερικανική οικονομική βοήθεια μειώθηκε πολύ γρήγορα στη διάρκεια της περιόδου 1955-1963, για να μηδενιστεί σχεδόν το 1962. Μέχρι τότε η αμερικανική βοήθεια είχε καλύψει ένα σημαντικό ποσοστό της ζήτησης κεφαλαίων για επενδύσεις.
Το έτος 1956 αποτελεί σημείο καμπής τόσο για τον προϋπολογισμό όσο και για τη γενικότερη οικονομική πορεία της χώρας. Κατ’ αρχήν ο προϋπολογισμός άφησε πλεόνασμα από τις τρέχουσες δαπάνες (δεν περιλαμβάνονται οι δημόσιες επενδύσεις) για πρώτη φορά, παρέχοντας έτσι μία πηγή χρηματοδοτήσεως των δημοσίων επενδύσεων. Το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 2,1 δις κατά την περίοδο 1955-1959 και σε 5,2 δις κατά την περίοδο 1960-1963, συνολικά δηλαδή 7,3 δις δραχμές για το σύνολο της περιόδου. Το σύνολο του πλεονάσματος αυτού κατευθύνθηκε στις δημόσιες επενδύσεις.
Δεύτερον, η αλματώδης άνοδος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων μετά το 1956 προμήθευσε το τραπεζικό σύστημα με τους απαραίτητους πόρους για να τους διοχετεύσει στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
Η κρατική αποταμίευση -δηλαδή το πλεόνασμα από τον τρέχοντα προϋπολογισμό – παρουσιάζει συνεχή αύξηση από το 1955 έως το 1963 και αντιπροσωπεύει το 10-15% των συνολικών δημοσίων δαπανών για επενδύσεις. Για την χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων της περιόδου χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και δανειακοί πόροι. Με εγχώριους πόρους (πλεόνασμα του προϋπολογισμού και δημόσιο δανεισμό) χρηματοδοτείται η ανάπτυξη των υποδομών στον αγροτικό τομέα, στην ενέργεια και τις μεταφορές – τηλεπικοινωνίες.
Η μέση ετήσια μεταβολή των δημοσίων επενδύσεων κατά την περίοδο 1956-1963 ανέρχεται σε 13,3% (σε σταθερές τιμές). Οι δημόσιες επενδύσεις, από 1,4 δις δρχ. το 1954 έφτασαν τα 5 δις το 1963. Η συμμετοχή των δημοσίων επενδύσεων στο σύνολο των επενδύσεων τα έτη 1961-1963 έφτασε το 35%.
Η προσπάθεια στράφηκε κυρίως στον τομέα των μεταφορών, τον εξηλεκτρισμό και τις έγγειες βελτιώσεις. Συγκεκριμένα, στον αγροτικό τομέα κατευθύνθηκε το 28,3%, στη βιομηχανία και ενέργεια το 27,2% και στις μεταφορές – τηλεπικοινωνίες το 24,2% του συνόλου των δημοσίων επενδύσεων. Κατασκευάζονται και τίθενται σε λειτουργία βασικές μονάδες της ΔΕΗ και κατασκευάζεται σημαντικό συγκοινωνιακό δίκτυο. Παράλληλα, ιδρύονται για πρώτη φορά μια σειρά από βασικές βιομηχανικές μονάδες, όπως χαλυβουργία, ναυπηγεία, διυλιστήρια πετρελαίου, βιομηχανία αλουμινίου, πετροχημική βιομηχανία, βιομηχανία λιπασμάτων, τρία εργοστάσια ζάχαρης, βιομηχανία ελαστικών κ.α.
Οι δαπάνες επενδύσεων του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο αυτή (τόσο του κράτους υπό τη στενή έννοια όσο και των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων) συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, με τη θεμελίωση της υποδομής και την αύξηση της παραγωγικότητας, κυρίως στον αγροτικό τομέα.